Η κεραμίστρια και η χελώνα (μέρος τρίτο και τελευταίο)
Και η κεραμίστρια μαζί με τη χελώνα γύρισαν στο εργαστήριο.
Εκεί, πήρε πορσελάνη, την έπλασε κομμάτι-κομμάτι, να ταιριάζει στα σπασμένα
σημεία, την διακόσμησε, την έψησε στο καμίνι. Συναρμολόγησε τα κομμάτια πάνω
στο σπασμένο καβούκι και στο τέλος έφτιαξε ένα αριστούργημα.
Σαν κοιτάχτηκε η χελώνα στον καθρέφτη, της άρεσε πολύ αυτό
που είδε. Ξετρελλάθηκε.
- Βρε, βρε, κινούμενο έργο τέχνης είμαι!
- Χαίρομαι, κυρα-χελώνα, που είσαι ευχαριστημένη με το
καβούκι σου. Ελπίζω να μην πονάς πουθενά και νά’σαι γερή για άλλα εκατό χρόνια.
- Κοπέλα μου, γεια στα χέρια σου! Σ’ευχαριστώ πάρα πολύ. Θα
πάω τώρα σε μία έκθεση εικαστικών τεχνών και θα πάρω το πρώτο βραβείο.
Όπως έφευγε, γύρισε το κεφάλι της και είπε:
Αυτά τα χέρια τ’άξια, χαρές να σου χαρίζουν
και με ζωή τ’αγγεία σου, αν θέλεις, να γεμίζουν!
Η Κλαίη χαμογέλασε και γύρισε στο εργαστήριό της. Έβγαλε
απ’το καμίνι, φρεσκοψημένα, ένα βάζο και δυο πιθάρια. «Ωραία θα ήταν μερικά
λουλούδια μέσα στο βάζο!». Σ’ένα λεπτό... το βάζο είχε γεμίσει λουλούδια! Μικρά,
πολύχρωμα, μοσχομυριστά λουλουδάκια. Τρόμαξε! Άρχισε να στριφογυρνάει στο
δωμάτιο: «Έλα, ποιος μου κάνει πλάκα; Βγες από εκεί που κρύβεσαι!» Έψαξε
γύρω-γύρω, κανείς δεν κρυβόταν. «Λοιπόν, άκου τώρα: αυτό το πιθάρι να γεμίσει
με λάδι κι αυτό το πιθάρι να γεμίσει με κρασί. Για να σε δω τώρα; πού θα τα
βρεις να τα γεμίσεις; Ποιος μου κάνει φάρσα;». Σε δυο λεπτά, τα πιθάρια είχαν
γεμίσει, το ένα με λάδι και το άλλο με κρασί. Της ήρθε ζαλάδα από την ταραχή.
«Αυτό που είπε η χελώνα... Αυτά τα χέρια τ’άξια, χαρές να
σου χαρίζουν και με ζωή τ’αγγεία σου, αν θέλεις, να γεμίζουν... λες; Ας το
ξανατσεκάρω.»
Πήρε ένα από τα πιάτα που είχε φτιάξει και σκέφτηκε «θέλω
ένα τυροπιτάκι» και τσουπ! να’σου ένα τυροπιτάκι μες στο πιάτο. «Μήπως είναι
μπαγιάτικο;» αναρωτήθηκε. Αλλά ήταν ένα φρεσκότατο ζεστό τυροπιτάκι που
εξαφανίστηκε στο στόμα της και το στομάχι της χάρηκε πολύ, πού’χε να νιώσει
φαγητό ώρες.
Όλη νύχτα δούλευε. Ο ήλιος τη βρήκε το πρωί να φτιάχνει
πιθάρια και πιατέλες και γαβάθες και πιάτα, κούπες, κανάτες, κανατάκια,
πηρούνια, κουτάλια. Και το φεγγάρι τη βρήκε να συνεχίζει. Το καμίνι δούλευε
συνεχώς για μέρες. Και μετά φώναξε όλο το χωριό. «Έχουμε πάρτυ» τους είπε.
«Γιορτάζω τα γενέθλιά μου και ήθελα να σας κεράσω». Ήρθαν όλοι, γέροι, νέοι και
παιδιά. Πάνω σ’ένα πάγκο είχε στήσει όλα τα αγγεία. Όχι άδεια. Γεμάτα! Πιθάρια
με κρασί και λάδι, γαβάθες με σούπα, ρύζι, μακαρόνια, πατάτες, κρέας, φρούτα,
πιατέλες με γλυκά. Οι χωριανοί τρόμαξαν και σάστισαν και δεν τολμούσαν
ν’αγγίξουν. Χρειάστηκε ώρα πολλή μέχρι να τους εξηγήσει τι και πώς και ποιος
και πού και πότε. Και μετά τα μοίρασε. Ο καθένας έπαιρνε ό,τι ήθελε. Κι άρχισαν
να τρώνε και να πίνουνε, να τραγουδάνε και να χορεύουν που ποτέ πια δεν θα
πεινούσαν και να την ευχαριστούν μέσ’απ’την καρδιά τους.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!