Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Η κεραμίστρια και η χελώνα (μέρος τρίτο και τελευταίο)


Η κεραμίστρια και η χελώνα (μέρος τρίτο και τελευταίο)

Και η κεραμίστρια μαζί με τη χελώνα γύρισαν στο εργαστήριο. Εκεί, πήρε πορσελάνη, την έπλασε κομμάτι-κομμάτι, να ταιριάζει στα σπασμένα σημεία, την διακόσμησε, την έψησε στο καμίνι. Συναρμολόγησε τα κομμάτια πάνω στο σπασμένο καβούκι και στο τέλος έφτιαξε ένα αριστούργημα.

Σαν κοιτάχτηκε η χελώνα στον καθρέφτη, της άρεσε πολύ αυτό που είδε. Ξετρελλάθηκε.

- Βρε, βρε, κινούμενο έργο τέχνης είμαι!
- Χαίρομαι, κυρα-χελώνα, που είσαι ευχαριστημένη με το καβούκι σου. Ελπίζω να μην πονάς πουθενά και νά’σαι γερή για άλλα εκατό χρόνια.
- Κοπέλα μου, γεια στα χέρια σου! Σ’ευχαριστώ πάρα πολύ. Θα πάω τώρα σε μία έκθεση εικαστικών τεχνών και θα πάρω το πρώτο βραβείο.

Όπως έφευγε, γύρισε το κεφάλι της και είπε:

Αυτά τα χέρια τ’άξια, χαρές να σου χαρίζουν
και με ζωή τ’αγγεία σου, αν θέλεις, να γεμίζουν!

Η Κλαίη χαμογέλασε και γύρισε στο εργαστήριό της. Έβγαλε απ’το καμίνι, φρεσκοψημένα, ένα βάζο και δυο πιθάρια. «Ωραία θα ήταν μερικά λουλούδια μέσα στο βάζο!». Σ’ένα λεπτό... το βάζο είχε γεμίσει λουλούδια! Μικρά, πολύχρωμα, μοσχομυριστά λουλουδάκια. Τρόμαξε! Άρχισε να στριφογυρνάει στο δωμάτιο: «Έλα, ποιος μου κάνει πλάκα; Βγες από εκεί που κρύβεσαι!» Έψαξε γύρω-γύρω, κανείς δεν κρυβόταν. «Λοιπόν, άκου τώρα: αυτό το πιθάρι να γεμίσει με λάδι κι αυτό το πιθάρι να γεμίσει με κρασί. Για να σε δω τώρα; πού θα τα βρεις να τα γεμίσεις; Ποιος μου κάνει φάρσα;». Σε δυο λεπτά, τα πιθάρια είχαν γεμίσει, το ένα με λάδι και το άλλο με κρασί. Της ήρθε ζαλάδα από την ταραχή.

«Αυτό που είπε η χελώνα... Αυτά τα χέρια τ’άξια, χαρές να σου χαρίζουν και με ζωή τ’αγγεία σου, αν θέλεις, να γεμίζουν... λες; Ας το ξανατσεκάρω.»

Πήρε ένα από τα πιάτα που είχε φτιάξει και σκέφτηκε «θέλω ένα τυροπιτάκι» και τσουπ! να’σου ένα τυροπιτάκι μες στο πιάτο. «Μήπως είναι μπαγιάτικο;» αναρωτήθηκε. Αλλά ήταν ένα φρεσκότατο ζεστό τυροπιτάκι που εξαφανίστηκε στο στόμα της και το στομάχι της χάρηκε πολύ, πού’χε να νιώσει φαγητό ώρες.

Όλη νύχτα δούλευε. Ο ήλιος τη βρήκε το πρωί να φτιάχνει πιθάρια και πιατέλες και γαβάθες και πιάτα, κούπες, κανάτες, κανατάκια, πηρούνια, κουτάλια. Και το φεγγάρι τη βρήκε να συνεχίζει. Το καμίνι δούλευε συνεχώς για μέρες. Και μετά φώναξε όλο το χωριό. «Έχουμε πάρτυ» τους είπε. «Γιορτάζω τα γενέθλιά μου και ήθελα να σας κεράσω». Ήρθαν όλοι, γέροι, νέοι και παιδιά. Πάνω σ’ένα πάγκο είχε στήσει όλα τα αγγεία. Όχι άδεια. Γεμάτα! Πιθάρια με κρασί και λάδι, γαβάθες με σούπα, ρύζι, μακαρόνια, πατάτες, κρέας, φρούτα, πιατέλες με γλυκά. Οι χωριανοί τρόμαξαν και σάστισαν και δεν τολμούσαν ν’αγγίξουν. Χρειάστηκε ώρα πολλή μέχρι να τους εξηγήσει τι και πώς και ποιος και πού και πότε. Και μετά τα μοίρασε. Ο καθένας έπαιρνε ό,τι ήθελε. Κι άρχισαν να τρώνε και να πίνουνε, να τραγουδάνε και να χορεύουν που ποτέ πια δεν θα πεινούσαν και να την ευχαριστούν μέσ’απ’την καρδιά τους.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

































Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Η συνέχεια του παραμυθιού...

Η Κεραμίστρια (μέρος 2)

........
Ένα πρωί, είχε βγει να μαζέψει αργιλόχωμα για να φτιάξει πηλό. Όπως γυρνούσε κουβαλώντας το χώμα, είδε μία τεράστια χελώνα να περπατάει αγκομαχώντας.

- Τι έχεις χελώνα μου και πηγαίνεις έτσι, κουτσαίνοντας και αγκομαχώντας;
- Άστα, κοπέλα μου! Πού να στα λέω... Βλέπεις εκείνο το ύψωμα εκεί; Βλέπεις πόσο απότομη είναι η πλαγιά; Ε, λοιπόν, εγώ περπατούσα εκεί πάνω.
- Ωχ!
- Παραπάτησα και τώρα βρίσκομαι εδώ κάτω.
- Χτύπησες πολύ;
- Πόδια, χέρια, κεφάλι, εντάξει. Το καβούκι μου όμως έχει σπάσει σε μια δεκαριά σημεία.
- Μη στεναχωριέσαι, χελώνα μου και θα στο φτιάξω εγώ.
- Από τι θα το φτιάξεις εσύ; Μην το κάνεις με γύψο, θα τρίβεται!
- Όχι, δεν θα το κάνω από γύψο!
- Μην το κάνεις από τσιμέντο, θα είναι πολύ βαρύ!
- Όχι, δεν θα το κάνω από τσιμέντο!
- Μην το κάνεις από ξύλο, θα μουσκεύει με το νερό και θα φουσκώνει. Ενώ με τη ζέστη θα μαζεύει. Θα τρίζω όλη την ώρα, σαν παλιόπορτα.
- Όχι, δεν θα το κάνω από ξύλο!
- Μην το κάνεις από σίδερο, θα με τραβάνε οι μαγνήτες!
- Όχι, δεν θα το κάνω από σίδερο!
- Μην το κάνεις από πλαστικό, είναι αντι-οικολογικό!
- Όχι, δεν θα το κάνω από πλαστικό!
- Κι από τι θα το φτιάξεις; Μη μου πεις, μη μου πεις, θα μαντέψω...
- Μάντεψε!
- Από χρυσό μήπως; Θα μου πήγαινε πολύ, ένα ωραίο χρυσό καβούκι, να λαμπυρίζει στον ήλιο...
- Όχι, όχι από χρυσό, θα σε βλέπουν οι αητοί και θα σε κυνηγάνε. Άσε που δεν έχω χρυσό καθόλου.
- Από ασήμι τότε; Δεν θά’ταν άσχημο. Θα έλαμπα στο φως του φεγγαριού...
- Όχι, ούτε από ασήμι. Θα μαύριζε με τον καιρό και θα έπρεπε να σε γυαλίζουμε σαν τ’ασημικά.
- Καλά, από τι θα το φτιάξεις επιτέλους; Μη μου πεις, μη μου πεις, να μαντέψω...
- Αρκετά μάντεψες μέχρι τώρα. Θα στο φτιάξω από πορσελάνη.
- Τιιιι;;;;;
- Από πορσελάνη.
- Το άκουσα! Αλλά φώναξα «τιιιι;;;» επειδή αυτό το υλικό απ’ό,τι ξέρω, και ξέρω πάρα πολλά, είναι εύθραυστο. Σπάει. Με το πρώτο πέσιμο.
- Είναι ειδική προσελάνη. Οδοντοτεχνίας.
- Α, εντάξει τότε. Να μου το φτιάξεις!
- Μπορείς να περπατήσεις μέχρι το εργαστήριό μου;
- Μπορώ!
- Πάμε τότε σιγά-σιγά!
























Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Το πρώτο μας παραμύθι ... Our first tale ...

Το πρώτο μας παραμύθι

Διαβάσαμε το παραμύθι, το χωρίσαμε σε σκηνές και εικονογραφήσαμε την πρώτη σκηνή. Επειδή αναφερόταν σε κεραμικά αγγεία, στήσαμε μία σύνθεση με πήλινα αντικείμενα, για όποιο παιδί ήθελε να έχει μία αναφορά.

Στο εργαστήρι μας τα παιδιά είναι από 5,5 ως 12 χρονών. Το καθένα αντιμετωπίζει το θέμα με το δικό του τρόπο και επίσης αντιμετωπίζεται από εμάς ξεχωριστά, σύμφωνα με τις ανάγκες του και τις επιθυμίες του.

Η συνύπαρξη παιδιών διαφορετικών ηλικιών δεν είναι ανασταλτικός παράγοντας στην εξέλιξή τους, αντίθετα είναι μία γόνιμη συνύπαρξη, όπου τα μικρότερα παίρνουν ιδέες και τεχνικές από τα μεγαλύτερα και τα πιο μεγάλα ξεπερνούν πιο εύκολα τη φάση του "δεν μπορώ να το κάνω τόσο καλά όσο θέλω".

Εμείς από τη μεριά μας, προσπαθούμε ταυτόχρονα να τα εξασκούμε στην παρατήρηση αλλά και να διεγείρουμε τη φαντασία τους και τη δημιουργικότητά τους.

Ακολουθεί η πρώτη σκηνή από το παραμύθι  - τη συνέχεια θα τη διαβάσετε στις επόμενες αναρτήσεις:

"Η Κεραμίστρια και η χελώνα"
συγγραφέας: Τάνια Χριστοφοράτου

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ένα παράμερο χωριό ζούσε μία κεραμίστρια. Την έλεγαν Κλαίη. Η Κλαίη δεν έκλαιγε καθόλου. Ήταν πολύ χαρούμενη και γελαστή γιατί είχε βρει από μικρή αυτό που της άρεσε να κάνει και το έκανε με πολύ κέφι και όρεξη. Κι αυτό που της άρεσε ήταν να ζυμώνει τη λάσπη και να της δίνει σχήματα, φόρμες, μορφές. Έφτιαχνε στον τροχό βάζα, κούπες, πιάτα, πιατέλες, κανάτες, γαβάθες, πιθάρια και πήλινα ή πορσελάνινα παιχνίδια για τα παιδιά. Τα έψηνε στο καμίνι και μετά τα διακοσμούσε με πολύχρωμα σχέδια. Χίλια μοτίβα και χίλια χρώματα μπλέκονταν και στροβιλίζονταν στα έργα της. Ήταν τόσο χαρούμενα και ευχάριστα στο μάτι που ο κόσμος πέρναγε από το εργαστήρι της για να τα βλέπει και να χαίρεται. Το πρόβλημα ήταν οτι όσο γεμάτα ήταν απ’έξω, τόσο άδεια ήταν από μέσα. Ο τόπος ήταν τόσο φτωχός, η γη τόσο άγονη, τα δέντρα τόσο άκαρπα, που τις περισσότερες φορές τα πιάτα ήταν άδεια, οι πιατέλες κενές, τα βάζα ορφανά, οι κανάτες στεγνές, τα πιθάρια αντηχούσαν το κενό τους. Μόνο οι κούπες γέμιζαν με νερό, που κι αυτό λιγοστό μαζευόταν στις στέρνες.